Κλειστών, μονή

Κλειστών, μονή
Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Αττικής. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές υπώρειες της Πάρνηθας, κοντά στο αρχαίο φρούριο της Φυλής, σε απόσταση περίπου 4 χλμ. Β του σημερινού οικισμού Φυλή. Η χρονολογία ίδρυσής του είναι άγνωστη. Υπάρχουν επιγραφές με χρονολογίες διαφόρων εποχών: 1204 (στον νάρθηκα του καθολικού), 1677 (σε βρύση), 1742 (πάνω από το παράθυρο του ιερού βήματος). Παλαιότερα, σε έγγραφα του 18ου αι., ονομαζόταν το μοναστήρι της Παναγίας των Κλησώντης Θεοτόκου των ΚλισώνΠαναγία Κλισιότισσα της Χασιάς. Το καθολικό, βυζαντινή εκκλησία του τύπου των δικιονίων εγγεγραμμένων σταυροειδών με τρούλο, φιλοξενεί τοιχογραφίες του 18ου αι. Πιθανώς ιδρύθηκε τον 14o αι. και ανακαινίστηκε τον 17o. Η εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρέθηκε στο σπήλαιο κοντά στο μοναστήρι. Ανάμεσα στα κειμήλια που φυλάσσονται υπάρχουν λειψανοθήκες, εκκλησιαστικά σκεύη και πολύτιμοι σταυροί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • Κυνηγού, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Αττικής, στη βόρεια άκρη του Υμηττού, στην επικράτεια του δήμου Αγίας Παρασκευής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Ιδρύθηκε στα τέλη του 12ου αι. ή στις αρχές του 13ου και ανακαινίστηκε τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και …   Dictionary of Greek

  • φυλή — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …   Dictionary of Greek

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • Αττικής, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα την Κηφισιά και στη δικαιοδοσία της υπάγονται οι περιοχές Κηφισιάς, Εκάλης, Αμαρουσίου, Μεταμόρφωσης, Αχαρνών (Μενιδίου), Άνω Λιοσίων, Ιλίου, Πετρούπολης, Καματερού, Νέας Μάκρης Μαραθώνα, Καπανδριτίου Ωρωπού, στις οποίες υφίστανται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”